- φλεβοτομώ
- φλεβοτόμησα, μτβ., κόβω φλέβα για αφαίμαξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλεβοτομώ — φλεβοτομῶ, έω, ΝΜΑ [φλεβοτόμος] διενεργώ φλεβοτομία … Dictionary of Greek
φλεβοτομῶ — φλεβοτομέω open a vein pres subj act 1st sg (attic epic doric) φλεβοτομέω open a vein pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεβοτόμῳ — φλεβότομος opening veins masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασχάζω — (Α) [σχάζω] ανοίγω μια φλέβα, φλεβοτομώ … Dictionary of Greek
εξαιματίζω — ἐξαιματίζω (Α) [αιματίζω] αφαιμάσσω, φλεβοτομώ … Dictionary of Greek
προφλεβοτομώ — έω, Α ανοίγω προηγουμένως μια φλέβα, κάνω αφαίμαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φλεβοτομῶ «κόβω, ανοίγω φλέβα»] … Dictionary of Greek
σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… … Dictionary of Greek
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek
φλεβοτόμησις — ήσεως, ἡ, Α [φλεβοτομῶ] φλεβοτομία … Dictionary of Greek
φλεγοτομώ — έω, Ν βλ. φλεβοτομώ … Dictionary of Greek